- ἰοβόρον
- ἰοβόρονἰοβόροςpoison-eating: masc /fem acc sgἰοβόροςpoison-eating: neut nom /voc /acc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἰοβόρον — ἰοβόρος poison eating masc/fem acc sg ἰοβόρος poison eating neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιοβόρος — ἰοβόρος, ον (Α) 1. αυτός που τρώει φαρμακερά, αυτός που βιβρώσκει δηλητηριωδώς («πυθεδόνες ἰοβόροι», Νικ.) 2. αυτός που τρέφεται με δηλητήριο, αυτός που τρώει δηλητήριο 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβόρον παλίγκοτον, ἤγουν ὀργίλον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός… … Dictionary of Greek